- ἀκουστῆ
- ἀκουστήςhearermasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκουστῇ — ἀκουστής hearer masc dat sg (attic epic ionic) ἀκουστός heard fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστή — ἀκουστός heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφημος — διάφημος, ον (Μ) ξακουστός, ονομαστός [«πάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «] … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek
Κοδράτος — I (τέλη 1ου – αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής. Πρόκειται για τον πρώτο γνωστό απολογητή του χριστιανισμού, ο οποίος καταγόταν από τη Μικρά Ασία. Έγραψε Απολογία υπέρ των χριστιανών, την οποία παρέδωσε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό… … Dictionary of Greek